Ένα εγχείρημα μυθοπλασίας, που έκανα παλιά.
Στην όχθη της θάλασσας. Στο νησί. Καλοκαίρι. Τον τελευταίο χρόνο τον πέρασα μόνη μου. Δεν έβλεπα κόσμο. Δε μου άρεσε να μιλάω πολύ. Δε μου αρέσει να μιλάω πολύ. Εσύ είσαι μακρυά. Έτσι όπως ο χρόνος και η φωτιά τα έχουν συνδέσει εσύ είσαι μακριά. Δεν ήθελες να φύγεις, ούτε κι εγώ. Το νησί μας στοιχειώνει. Θέλω να σου μιλήσω. Το θέλω πολύ. Να φτάσω σε σένα. Τα μίλια της θάλασσας μας χωρίζουν και το ατέλειωτο μπλε. Είναι αρκετό. Από εδώ που σου μιλάω, τριγύρω μου, από τις ρωγμές των βράχων στάζουν μηνύματα ποιητών. Από τα μπαλκόνια ακούγονται ψίθυροι. Από το μαγαζάκι της πλατείας φθάνει η μυρωδιά γλυκού κουταλιού στο καζάνι που βράζει. Εσύ λείπεις. Εγώ είμαι εδώ.
Πάει ένας χρόνος που νοίκιασα τούτο εδώ το μικρό σπιτάκι. Ευτυχισμένος χρόνος. Ήρεμος χρόνος. Δεν ήμουν και πολύ δυνατή. Όχι δεν ήμουν. Με την έννοια ότι το σώμα μου, βιολογικά με είχε προδώσει. Το έζησες, το ένιωσες. Από κοντά. Εγώ δεν ήθελα ποτέ να το μάθεις. Σου το ορκίζομαι. Έπεφτα στο πάτωμα σπαράζοντας και παρακαλούσα το Θεό μα με σώσει , να σε σώσει, να σε σώσει ίσως από εμένα. Να με σώσει από εσένα. Να με σώσει από τον εαυτό μου. Αυτό το συναίσθημα τι είναι; Ο παραλογισμός αυτής της σκέψης από πού θρέφεται για πες μου. Ήθελα να σε δω να σε πλησιάσω. Να σε αγγίξω. Να σε γνωρίσω.
Να σε κρατήσω μακρυά μου ήθελα. Να σε γλυτώσω από την αρρώστια. Κανέναν δεν ήθελα να έχω γύρω μου. Κανέναν δεν ήθελα να βλέπω, ούτε να με βλέπει. Έψαχνα μεθόδους που θα μπορούσαν να με κάνουν αόρατη. Να περπατάω και να μη με βλέπουν, να μη μου μιλούν. Αλλοιωμένη πραγματικότητα, μπροστά στα μάτια μου. Ηλεκτρισμένα δίκτυα γύρω μου τα σώματα των ανθρώπων –από τα βρέφη ως του γέροντες. Αφουγκράζομαι απαλά πέλματα, γενιάδες γερόντων, χάδια από γέρικα γυναικεία χέρια, άλλοτε απαλά, άλλοτε γδαρμένα, ψύχος όταν η βέρα εφάπτεται στην επιδερμίδα μου. Σπίθες ζωής από χρυσάφι. Ζωντανό.
Ένας χρόνος πάει… έζησα μόνη, πολύ μόνη. Σαν ο καθένας.
Ηλεκτρισμένα δίκτυα γύρω μου οι λέξεις, έφτιαχναν βουνά από σκουπίδια γύρω μου, να με βουλιάξουν μέσα σε αυτά να με εκδικηθούν. Αδικία.
Πέρσι αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Για δεύτερη φορά. Στις αναλύσεις των οικονομικών εντύπων δεν χωρούν τα οράματα της νύχτας –εκείνα που παρουσιάζονται την ώρα που έχεις μισανοιχτά- μισόκλειστα τα μάτια σου- μωβ ηλεκτρικά καλώδια γέμιζαν το δωμάτιο και τα κύματά τους με οδηγούσαν σε στιγμές αχρονικές –επικίνδυνες εμπειρίες –σε ποιον να τις αφηγηθείς; Εκείνες τις στιγμές το μυαλό έτρεχε στο διάστημα κι μικρές εκκρήξεις συντελούνταν σε τόπους που δεν μπορούσα να βρω, δεν μπορούσα να ορίσω. Μικρές εκκρήξεις που παράσερναν όλη τη θέλησή μου προς τα πάνω. Και ο χρόνος σβηνόταν πάνω σε μια λευκή παλέτα που άξαφνα έσπαζε και με έριχνε στην γη.
Εσύ προσπάθησες να ρθεις κοντά μου. Αν και δεν ήμουν σε θέση να σφηγηθώ αυτό που περνούσα με όρους που να αισθάνομαι ότι είναι αποδεκτοί από αυτή την κοινωνία. Εσύ ήρθες κοντά μου. Δεν ξέρω αν ποτέ είχες νιώσει κάτι παρόμοιο με αυτό που ένιωθα κι έτσι μόνο τα μάτια μου που κοιτούσες κάτι μέσα σου σε έκανε νε θες να είσαι στο πλάι μου για να νιώθω, με την καρδιά μου ότι έχω κάποιον δίπλα μου, γιατί έτσι τότε ένιωθες κι εσύ. Δεν το ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν ήθελες να είσαι κοντά μου μόνο από αγάπη ή έρωτα ή απλώς επειδή δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς διότι δεν ήσουν σε θέση να αποφασίσεις. Όπως κι εγώ. Έπρεπε να είσαι εκεί. Το ήξερες αλλά δεν ήξερες το γιατί.
Εκείνες τις μέρες που φλεγόμουνα στο μικροσκοπικό δωματιάκι στο Amsterdam, χωρίς τροφή –διότι αρνιόμουν να φάω –λιγοστό νερό, γιατί πλήγωνε το στομάχι μου, κάθε που γύριζα από τα ταξίδια που οργάνωνε ερήμην μου το μυαλό μου μπορούσα να βλέπω τους τοίχους όλων των πολυκατοικιών να σωριάζονται πάνω στο κεφάλι μου. Πήγαινα στο παράθυρο, το άνοιγα, αέρας έπνιγε τα πνευμόνια μου και άρχιζε ένας βήχας που μπορούσε να κρατήσει μέχρι να το σώμα μου να τσακίσει στα δυο και να πάω να σωριαστώ στα δυο στο κρεβάτι μου, στο πάτωμα, στη μπανιέρα, όπου έβρισκα κάθε φορά ότι με βόλευε. Τότε ένιωθα πάλι δυο αμόνια να συμπιέζον το κεφάλι μου και να απομακρύνονται λίγο πριν αυτό να συνθλιβεί ολοκληρωτικά.
Όταν έλειπες όχι πολλά, όχι πολλά-πολλά. Βόλτες μέσα στο μουσείο Van Gogh, ή της Άννας Φρανκ. Να βλέπω τα ποδήλατα, τα τραμ και τις βάρκες να διασχίζουν τα κανάλια. Βουή. Σιωπή. Την ίδια στιγμή. Τα αυτιά να πονάνε από το κρύο, ένα κρύο που δεν είχαν συνηθίσει. Ήταν ωραία όταν ερχόσουν. Άλλοτε μοναξιά. Πάμφωτη.
Όταν ερχόσουν ήμουν μια χαρά κι έτσι δεν μπορούσες να υποψιαστείς τι μου συνέβαινε όταν δεν ήσουν εκεί. Δεν είχα να κάνω και πολλά πράγματα εκείνες τις μέρες. Σπουδές είχαν τελειώσει και με τα λεφτά που είχαν μείνει από την υποτροφία αποφάσισα να μείνω έξι μήνες στην Ολλανδία. Εκεί ξεφύλιζα σαν φάντασμα πια όλα τα βιβλία που είχαν περάσει ως εκείνη τη μέρα από τα μάτια μου, αρνιόμουνα διαβάσω εφημερίδες γιατί με πονούσε το ότι ήταν γραμμένες σε μια άλλη από τη μητρική μου γλώσσα κι αυτό μερικές φορές, όσο περίεργο και αν σου ακούγεται, μπορούσε να γίνει παγερά βίαιο. Μπαινόβγαινα σε ιστοσελίδες στο internet και οι ειδήσεις είχαν γίνει στοιχειά στο κεφάλι μου. Αυτό που ήταν καλό για τη χώρα σου ήταν κακό για τη δική μου. Αυτό που ήταν καλό για τη χώρα μου ήταν κακό για τη χώρα στην οποία έμενα κι όλα αυτά δεν κατέληγαν σε κανένα απολύτως συμπέρασμα. Μερικές φορές, τα ξημερώματα, αστραπές άστραφταν μες από την οθόνη του υπολογιστή μου, άρχισαν περιέργοι ήχοι κι αν δεν έσβηνε μόνος του, τον έσβηνα εγώ και πήγαινα για καφέ. Άθλιο καφέ. Πώς να το πιω μόνη μου. Κι όμως τον έπινα. Γιατί καμιά φορά ερχόσουν εσύ και άστραφτες μες στο φλιτζάνι και μ’ αγκάλιαζες με κάθε γουλιά κι όταν το μαύρο υγρό είχε καταλήξει όλο στο στομάχι μου τότε ζέσταινες τα πέλματά μου, με σκέπαζες με τα παπλώματα, έκλεινες τα μάτια μου κι έφευγες. Ξανά.
Y.Γ: Το παραπάνω απόσπασμα, είναι μέρος από απόπειρα γραφής μυθοπλασίας που έκανα παλιά, είχε αρχίσει το Σεπτέμβριο, του 2011. Στο περιεχόμενο βρίσκεις να μιλάει για “καταστάσεις του νου”, όχι πολύ ευχάριστες. Έτσι ήταν αυτή η persona, που είχα αρχίσει να δημιουργώ. Εντέλει τα ερωτήματα που έθετε, άρχισαν να με οδηγούν στο να θέλω να βρω τις απαντήσεις στην “κανονική-καθημερινή” ζωή. Περίεργο. Αυτή η “ανεπάρκεια” να απαντήσω στα ερωτήματα που έθετε ο χαρακτήρας τη ιστορίας με το μέχρι τότε υπόβαθρό μου, με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια, και το βιβλίο, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ωστόστο, το κείμενο που βρήκα πάλι σήμερα, μου δίνει έναυσμα να κοιτάζω με άλλο μάτι ακόμα και σήμερα ανθρώπους και στην καθημερινή ζωή, που γνωρίζω πόσα ζητήματα μπορεί να έχουν, αλλά να μην ανοίγουν καν το στόμα να αρθρώσουν δυο λέξεις για αυτά. Να μιλάτε. Περισσότερο. Μου το λέει ο χαρακτήρας, από εκείνη την ιστορία, που δεν έχει ολοκληρωθεί, ακόμα. Ευχαριστώ.
Υ.Γ 2: Η φωτογραφία, είναι το Σεπτέμβριο του 2022.