A. Camus, Το καλοκαίρι. Μας ταξίδεψε και θα μας ταξιδεύει.
Θέλετε να πάμε ένα ιδιόμορφο ταξίδι;
Αφήστε πίσω τις αποσκευές. Ντυθείτε τα πιο ωραία, τα πιο βαθιά σας βλέμματα, πάρτε βαθιές ανάσες και φύγαμε ταξίδι πνεύματος και αισθήσεων. Δεν ξέρουμε τη διαδρομή, ακολουθούμε τις μελανές γραμματοσειρές των σελίδων.
«Το Καλοκαίρι» του Albert Camus είναι ένα απολαυστικό ταξίδι σε άλλους τρόπους και σε άλλους πληθυσμούς, στις αποχρώσεις του κόσμου μας. Στο πνεύμα και στο φως. Στο φως και στο πνεύμα. Κάποτε αυτά τα δυο, γίνονται ένα.
Μαζί του, μπορείτε να πάτε στο Οράν να μαζέψετε ήλιο και θέρμη, να κλέψετε λίγη από την άγρια μαγεία του βραχώδους τοπίου, της ερήμου. Να χωθείτε σε κάποιο καφενείο και πριν τη βραδινή βόλτα στην παραλία να παρακολουθήσετε έναν.. αγώνα πυγμαχίας.
Θα βρεθείτε στη θάλασσα το καλοκαίρι, ο ήλιος θα σας ζεσταίνει το κορμί κι όπως το πλοίο θα προχωράει θα προσπαθήσετε να μετρήσετε τους γλάρους στη γραμμή του ορίζοντα. Θα δείτε ήλιους αμέτρητους και φεγγάρια να αλλάζουν σχήματα και θέσεις, θα μετρήσετε της νύχτας τα αστέρια, θα μιλήσετε με τον αγέρα και θα τον νιώσετε.
Αγαπημένο μου μοτίβο -από μικρή- στον A. Camus είναι η φυγή και η επιστροφή στο Αλγέρι. Κάτω από τον ήλιο τον αφόρητο, τον γοητευτικά αμείλικτο, σου καίει το δέρμα και αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στις αναμνήσεις. Το Αλγέρι, τόπος ευεργετημένος και χαρισματικός, μια γωνιά θεού στην Αφρική μέσα από τις λέξεις του συγγραφέα. Το δέος δεν αφήνει χώρο σε μικρότητες. Του δίνεις όλη την ψυχή σου, την εναποθέτεις εκεί, στο χώμα και στα βράχια του, χαρίζεσαι στην ομορφιά του.
Γυρνάς σελίδα κι αισθάνεσαι πάνω στην επιδερμίδα σου τη βροχή, κυλάει πάνω στο δέρμα και νοσταλγείς, ως την επόμενη σελίδα, το καλοκαίρι. Οι εικόνες του A. Camus προκλητικά ανάγλυφες. Πλάθεται από λέξεις γύρω σου το σκηνικό. Σε βάζει μέσα του να περπατήσεις, να κρυφοκοιτάξεις, να ακούσεις, να μυρίσεις, να δοκιμάσεις, να χαθείς.
Όπως και να έχει, δεν είναι ανάγνωσμα ανάλαφρο από όλες του τις όψεις. Στις διαδρομές κάτω από τον καυτό ήλιο μαζεύουμε πότε εδώ και πότε εκεί εξάρσεις προβληματισμών. Η σκέψη του νεφελώδης και απρόσμενη. Αγκαλιάζει τον άνθρωπο με στοργή και από στοργή τον χτυπάει, για να του θυμίσει τον ήλιο και ότι πρέπει να παλεύει για αυτόν.
«Κάπου, κάπου οι κατακτητές μελαγχολούν». Ο Ναπολέων παραδέχτηκε ότι το σπαθί νικιέται από το πνεύμα. Το «Σήμερα» του A. Camus ήταν ένας πόλεμος, μέσα από τα γραπτά του ήθελε να φωνάζει: «Να μη σκύψουμε ποτέ το κεφάλι μπροστά στο σπαθί, αν δεν υπηρετεί το πνεύμα». «Οι πολιτισμοί δεν πεθαίνουν εύκολα» με κάτι μυστικούς μηχανισμούς ανθίστανται, πάσχουν, μα περιέργως αυτοπροστατεύονται. Σαν τα άνθη της μυγδαλιάς, που αντέχουν το χιόνι και τη βροχή και προφέρουν τον καρπό το καλοκαίρι. «Είναι μάταιο να κλαίμε για το πνεύμα, χρειάζεται να παλέψουμε για αυτό.»
Στο κλίμα αυτό και όχι πίσω από μια άσκοπη φιλοδοξία, σε ένα από τα κείμενά του επαναφέρει το μύθο του Προμηθέα. «Οι μύθοι δεν έχουν δική τους ζωή περιμένουν να τους ενσαρκώσουμε». Τον χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τη σκοτεινιά και την αποπνιχτική υγρασία που είχε καθηλώσει την Ευρώπη. Αναφέρομαι δυστυχώς λίγο ακόμα στην Ευρώπη του πολέμου, που έστειλε τον άνθρωπο στην τιμωρία του βράχου και του γύπα. Ο άνθρωπος έστειλε τον άνθρωπο. Έκλεισε τα μάτια και καταδίκασε τον εαυτό του. Δεν είναι εύκολο να δώσει τόπο στην οργή και να προχωρήσεις. Όμως αυτό πρέπει να κάνει όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο που στα σπλάχνα του κρύβει διαμάντια.
Στο τέλος ταξίδια στην ελληνική σκέψη για να ξεγυμνώσει τον κόσμο του. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρεψαν τη Νέμεση που τιμωρεί όποιον ξεπερνά το μέτρο, με σκοπό να διατηρήσει την ισορροπία και όχι για να εκδικηθεί. Η δικαιοσύνη του Ηράκλειτου προστατευόταν από τις Ερινύες που καταδίωκαν όποιον δεν τη σεβόταν. Ο Σωκράτης υπερασπιζόταν με σθένος ότι το μόνο πράγμα που ήξερε ήταν ότι δεν ήξερε τίποτα. Ο Οδυσσέας, στο νησί της Καλυψώς επέλεξε από την αθανασία την επιστροφή στην πατρίδα με όλη την ταλαιπωρία της διαδρομής. Στην εποχή του A, Camus άνθρωπος πέρασε τα όρια, τσάκισε την ομορφιά, τη θυσίασε. Πλανήθηκε. Κι όμως «δε μπορούμε να ζήσουμε μισώντας ο ένας τον άλλον». Γράφτηκε σε καιρό πολέμου ή στο θρήνο πάνω από τα ερείπια. Κι όμως, στάζει γαλήνη και μεγαλοψυχία, μια πίστη στον άνθρωπο και στη δύναμή του. Πολεμά την απογοήτευση και αντιπροτείνει. Ξαγρυπνά. Ο Οδυσσέας διάλεξε τη γη.
Το βιβλίο ταξιδεύει και σε ταξιδεύει. Μετρά τα χρόνια και τις εποχές, αναθεωρεί τις αποστάσεις. Φέρνει σπαράγματα από τόπους και από σκέψεις και από αισθήματα. Τα φυλάει μέσα στο ελάχιστο σώμα των σελίδων του και τα προσφέρει.
Οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων συναντούν τις ωραίες γυναίκες του Οράν. Ο καυτός ήλιος και η θάλασσα αντιπαραβάλλονται με τα ραγισμένα μέλη του πολιτισμού της δύσης. Τα ανέμελα ταξίδια αντισταθμίζουν του λαβύρινθους της σκέψης του ανθρώπινου μυαλού.
Το φως είναι κινητήρια δύναμη.
Καθοδηγεί τη σκέψη, ανοίγει δρόμο στη φαντασία και σκορπίζεται. Μια εδώ και μια εκεί, σε χιλιάδες αντίτυπα και μεταφράσεις. Μας χωρίζει και μας ενώνει.
Πλησιάζω στο τέλος αυτού του κειμένου, αφουγκράζομαι την ψυχή μου, σαν κάτι να πηγαίνει να πει, «ένα ρίγος περιπέτειας τη διατρέχει» και τρέφει μια ελπίδα, ο καιρός πλησιάζει, ετοιμαστείτε και -ποιος ξέρει;- «ίσως αύριο να φύγουμε αντάμα»…
“Καλό Καλοκαίρι”
Σημείωμα: To κείμενο αυτό, το έγραψα για το φοιτητικό online περιοδικό ‘Lapsus Linguae’, από τα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια στο τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το ανασύρω από το αρχείο μου φέτος, στην εκπνοή του Αυγούστου 2024.
Eπικοινωνία: https://feminines.gr/contact/